σημαίνοντα

σημαίνοντα
σημαίνω
show by a sign
pres part act neut nom/voc/acc pl
σημαίνω
show by a sign
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καλαμάτα. Πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος στη Μόσχα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατέβηκε στην Ελλάδα, αφού πούλησε όλα του τα υπάρχοντα. Τέθηκε επικεφαλής σώματος που συντηρούσε… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Μάντελ, Ρόμπερτ — (Robert Mundell, 1932 –). Καναδός οικονομολόγος. Σπούδασε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), απ’ όπου έλαβε διδακτορικό τίτλο το 1956, και στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE). Αρχικά δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και στο… …   Dictionary of Greek

  • Μιρμπό, Οκτάβ — (Octave Mirbeau, 1848 – 1917). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από νορμανδική οικογένεια. Σπούδασε στο λύκειο των Βαν, που διευθύνονταν από Ιησουΐτες. Ο Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός κριτικός και με την ιδιότητά του αυτή συνεργάστηκε με …   Dictionary of Greek

  • Μοντέζ, Λόλα — (Lola Montez, Λίμερικ 1818 – 1861). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιρλανδής χορεύτρια και τυχοδιώκτριας Μαρί Ντολόρες Ροζάνα Γκίλμπερτ (Gilbert). Έκανε μαθήματα χορού στη Σεβίλλη και το 1843 άρχισε περιοδείες, ως χορεύτρια, σε διάφορες ευρωπαϊκές… …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — σήμανα, σημάνθηκα, σεσημασμένος 1. ηχώ: Σημαίνουν οι καμπάνες. 2. θέλω να πω, εννοώ, έχω αυτό το νόημα: Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις; – Η λέξη αυτή σημαίνει τούτο. 3. δίνω σήματα με ήχους ή με άλλον τρόπο: Η σάλπιγγα σήμανε εγερτήριο. 4. έχω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”